- ελικοβλέφαρος
- ἑλικοβλέφαρος, -ον (Α)(για γυναίκα) αυτή που ρίχνει γρήγορες ματιές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑλικοβλέφαρος — with ever moving eyes masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικοβλέφαρον — ἑλικοβλέφαρος with ever moving eyes masc/fem acc sg ἑλικοβλέφαρος with ever moving eyes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικοβλεφάροιο — ἑλικοβλέφαρος with ever moving eyes masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικοβλεφάρου — ἑλικοβλέφαρος with ever moving eyes masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικοβλέφαρε — ἑλικοβλέφαρος with ever moving eyes masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικοβλέφαροι — ἑλικοβλέφαρος with ever moving eyes masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… … Dictionary of Greek
βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… … Dictionary of Greek
στροβιλοβλέφαρος — ον, Α αυτός που ρίχνει γρήγορες ματιές, ο ελικοβλέφαρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < < στρόβιλος + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλι βλέφαρος] … Dictionary of Greek